- κορυνητης
- κορυνήτηςκορῠνήτης-ου ὅ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κορυνήτης — club bearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνήτης — club bearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνήτης — ο (Α κορυνήτης) οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.] … Dictionary of Greek
КОРИНЕТ — • Κορυνήτης, 1. см. Areithous, Ареифой; 2. см. Theseus, Тесей … Реальный словарь классических древностей
Κορυνήταις — Κορυνήτης club bearer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνήταις — κορυνήτης club bearer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυνήτην — Κορυνήτης club bearer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυνήτου — Κορυνήτης club bearer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνήτου — κορυνήτης club bearer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυνήτας — Κορυνήτᾱς , Κορυνήτης club bearer masc acc pl Κορυνήτᾱς , Κορυνήτης club bearer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνήτας — κορυνήτᾱς , κορυνήτης club bearer masc acc pl κορυνήτᾱς , κορυνήτης club bearer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)